δωδεκάμορφος

δωδεκάμορφος
δωδεκά-μορφος, ον,
A of twelve forms, Olymp. in Phd.p.199 N.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάμορφος — of twelve forms masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάμορφος — η, ο (AM δωδεκάμορφος, ον) αυτός που εμφανίζεται με δώδεκα μορφές …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”